
Category
"Η μονή συχνότατα μνημονεύεται στα Βυζαντινά συγγράμματα, τόσο στα πολιτικά, όσο και στα εκκλησιαστικά. Ακόμα πιο συχνά μνημονεύεται στα συναξάρια. Στους τελευταίους μάλιστα αιώνες του κράτους, ο ναός ήταν άκρως σημαντικός λόγω του πλησίον ανακτόρου των Βλαχερνών. Εδώ εκκλησιαζόταν στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο βασιλιάς και οι αυλικοί. Στην συνοικία αυτή, την ονομασμένη «Κοσμίδιον», και στην έξω των χερσαίων τειχών χώρα, στρατοπέδευσαν όχι μόνο οι πολιορκήσαντες την Κωνσταντινούπολη Άραβες και Βούλγαροι, αλλά και οι Σταυροφόροι της Δ' Σταυροφορίας.
Παλαιότερα εθεωρείτο πως ο ναός ανεγέρθη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό, την περίοδο 450-3. Ασφαλέστερη θεωρείται η χρονολόγησή του την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α' (518-27), όπως παραδίδεται στο έργο τού Προκόπιου και σε επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Η εκκλησία πυρπολήθηκε επί Ρωμανού Δ' Διογένη, και στην συνέχεια ο Ανδρόνικος Β' ο πρεσβύτερος την ανέγειρε και την διεύρυνε. Οι Σταυροφόροι την μετέτρεψαν σε Λατινική. Σώζονται πολλές επιστολές τού Πάπα Ιννοκέντιου Δ' προς τον αρχιερέα της εκκλησίας των Βλαχερνών. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ατταλιώτη, η εκκλησία πυρπολήθηκε το 1070, ξανακτίστηκε και ξαναπυρπολήθηκε το 1434. Από τις πολλές πυρκαγιές που δεινοπάθησε, συμπεραίνουμε ότι η εκκλησία είχε ξύλινη σκεπή, όπως αυτές του Στουδίου και του Μανουήλου. Λόγω των ιερών κειμηλίων του ναού, πολλοί πιστοί εκκλησιαζόταν εδώ. Κατά την Άλωση, οι Οθωμανοί βρήκαν τον ναό ερειπωμένο. Αργότερα, το κτήμα έγινε ιδιοκτησία Οθωμανού, ο οποίος καρπωνόταν τα πλούσια δωρίσματα των Χριστιανών. Επάνω από το αγίασμα είχε κτιστεί μια κατοικία. Στον περίβολο συγκατοίκησαν Ατσίγκανοι, που είχαν διωχθεί από τα σπίτια τους. Τον ναό αγόρασε η συντεχνία των Γουναράδων και ανέγειρε έναν ναό επάνω από το αγίασμα, που σώζεται μέχρι σήμερα."